Greek Meaning of canape
Καναπές
Other Greek words related to Καναπές
- ορεκτικό
- μπουκιά
- μεζές
- δάγκωμα
- μασάω
- κομμάτι
- ψίχουλο
- παύλα
- ντρίμπλα
- Ορεκτικό
- μετάλλιο
- μπουκιά
- μπουκιά
- Φουντούκι
- τσιμπολογώ
- κομμάτι
- Σνακ
- ράντισμα
- γεύση
- tidbit
- bit
- νταμπ
- σταγόνα
- σταγόνα
- κηλίδα
- γουλιά
- υπόδειξη
- γύρος
- τάφρος
- σκλήθρα
- σωματίδιο
- τσίμπημα
- σκραπ
- δισταγμός
- τεμαχίζω
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- απόσπασμα
- απόσπασμα
- Κηλίδα
- κουκκίδα
- υποψία
- καταπίνω
- Γουλιά
- τίτλος
- αγγίζω
- ίχνος
Nearest Words of canape
- canape confident => Σίγουρος καναπές
- canara => κανάρα
- canard => πάπια
- canarese => κανάντα
- canaries => καναρίνια
- canary => Καναρίνι
- canary bird => Καναρίνι
- canary creeper => Κανάρια αναρριχητικά
- canary grass => σπόρος καναρινιού
- canary island hare's foot fern => Το πόδι του λαγού από τα Κανάρια Νησιά
Definitions and Meaning of canape in English
canape (n)
an appetizer consisting usually of a thin slice of bread or toast spread with caviar or cheese or other savory food
canape (n.)
A sofa or divan.
A slice or piece of bread fried in butter or oil, on which anchovies, mushrooms, etc., are served.
FAQs About the word canape
Καναπές
an appetizer consisting usually of a thin slice of bread or toast spread with caviar or cheese or other savory foodA sofa or divan., A slice or piece of bread f
ορεκτικό,μπουκιά,μεζές,δάγκωμα,μασάω,κομμάτι,ψίχουλο,παύλα,ντρίμπλα,Ορεκτικό
No antonyms found.
canangium => κανάνγιουμ, cananga odorata => Cananga odorata, cananga => κανάνγκα, canandaigua lake => Λίμνη Canandaigua, canalize => καναλοποιώ,