Greek Meaning of appetizer
ορεκτικό
Other Greek words related to ορεκτικό
- δάγκωμα
- καναπέ
- μπουκιά
- μπουκιά
- Σνακ
- γεύση
- μασάω
- κομμάτι
- Ορεκτικό
- μετάλλιο
- μπουκιά
- Φουντούκι
- τσιμπολογώ
- κομμάτι
- ράντισμα
- tidbit
- μεζές
- bit
- ψίχουλο
- νταμπ
- παύλα
- ντρίμπλα
- σταγόνα
- σταγόνα
- κηλίδα
- γουλιά
- υπόδειξη
- γύρος
- τάφρος
- σκλήθρα
- σωματίδιο
- τσίμπημα
- σκραπ
- δισταγμός
- τεμαχίζω
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- απόσπασμα
- απόσπασμα
- Κηλίδα
- κουκκίδα
- υποψία
- καταπίνω
- Γουλιά
- τίτλος
- αγγίζω
Nearest Words of appetizer
Definitions and Meaning of appetizer in English
appetizer (n)
food or drink to stimulate the appetite (usually served before a meal or as the first course)
appetizer (n.)
Something which creates or whets an appetite.
FAQs About the word appetizer
ορεκτικό
food or drink to stimulate the appetite (usually served before a meal or as the first course)Something which creates or whets an appetite.
δάγκωμα,καναπέ,μπουκιά,μπουκιά,Σνακ,γεύση,μασάω,κομμάτι,Ορεκτικό,μετάλλιο
No antonyms found.
appetize => ανοίγω την όρεξη, appetitive => ορεκτικός, appetition => όρεξη, appetite suppressant => Καταστολέας της όρεξης, appetite => όρεξη,