Greek Meaning of appetitive

ορεκτικός

Other Greek words related to ορεκτικός

Definitions and Meaning of appetitive in English

Wordnet

appetitive (a)

of or relating to appetite

Webster

appetitive (a.)

Having the quality of desiring gratification; as, appetitive power or faculty.

FAQs About the word appetitive

ορεκτικός

of or relating to appetiteHaving the quality of desiring gratification; as, appetitive power or faculty.

Λαχτάρα,πείνα,Στομάχι,κενότητα,λιγούρα,λιμός,λιμός,λιμός,γρήγορος,αδηφαγία

συμπληρώνω,πληρότης,περίσσευμα,ανορεξία,κορεσμός,κορεσμός,κορεσμός,ικανοποίηση,περίσσεια ,πληρότητα

appetition => όρεξη, appetite suppressant => Καταστολέας της όρεξης, appetite => όρεξη, appetisingness => ορεκτικός, appetising => ορεκτικός,