Greek Meaning of satiation

κορεσμός

Other Greek words related to κορεσμός

Definitions and Meaning of satiation in English

Wordnet

satiation (n)

the state of being satisfactorily full and unable to take on more

the act of achieving full gratification

Webster

satiation (n.)

Satiety.

FAQs About the word satiation

κορεσμός

the state of being satisfactorily full and unable to take on more, the act of achieving full gratificationSatiety.

συμπληρώνω,πληρότης,κορεσμός,κορεσμός,ικανοποίηση,περίσσευμα,πληρότητα,περίσσεια ,ανορεξία

όρεξη,κενότητα,πείνα,λιγούρα,Στομάχι,λιμός,Υποσιτισμός,αρπακτικότητα,λιμός,λαίμαργος

satiating => χορταστικός, satiated => χορτασμένος, satiate => χορταίνω, satiable => χορτάτος, sathanas => Σατανάς,