FAQs About the word appetize

ανοίγω την όρεξη

To make hungry; to whet the appetite of.

No synonyms found.

No antonyms found.

appetitive => ορεκτικός, appetition => όρεξη, appetite suppressant => Καταστολέας της όρεξης, appetite => όρεξη, appetisingness => ορεκτικός,