Greek Meaning of smidgeon

ψίχουλο

Other Greek words related to ψίχουλο

Definitions and Meaning of smidgeon in English

Wordnet

smidgeon (n)

a tiny or scarcely detectable amount

FAQs About the word smidgeon

ψίχουλο

a tiny or scarcely detectable amount

bit,κηλίδα,υπόδειξη,σωματίδιο,τεμαχίζω,Κηλίδα,πιτσιλιά,ράντισμα,άσσος,ψίχουλο

αφθονία,βαρέλι,Καράβι γεμάτο,κουβάς,δέσμη,μπουσέλ,συμφωνία,περίσσεια,μια χούφτα,ορδές

smidgen => ψήγμα, smidge => ψιχουλάκι, smiddy => σιδηρουργείο, smickly => σμίκλυ, smickering => χαμογελαστός,