Greek Meaning of potful
Κατσαρολάκι
Other Greek words related to Κατσαρολάκι
- αφθονία
- δέσμη
- δέσμη
- κομμάτι
- συμφωνία
- Δωδεκάδα
- εκατό
- φορτία
- πολύ
- σωρός
- πολύ
- Κατσαρόλα
- ποσότητα
- Σχεδία
- στρατός
- Στοίβα
- τόνος
- πλούτος
- βαρέλι
- καλάθι
- Καράβι γεμάτο
- κουβάς
- μπουσέλ
- βαγόνι
- μια χούφτα
- πλημμύρα
- ορδές
- Καλή συμφωνία
- στοίβα
- δεσίματα
- μάζα
- ακαταστασία
- βουνό
- πολύς
- Πολλαπλότητα
- αμέτρητος
- άπειρα
- Πακέτο
- Πλήθος
- ράμφισμα
- πιάτο
- πληρότητα
- αφθονία
- σωροί
- Δέσμη
- Ναυαγοί
- όραση
- ρεύμα
- κατάστημα
- τόμος
- βαμβάκι
- αυλή
- όλων των ειδών (του)
- πάρα πολλοί
- αρκετά
- φύλλα
- χιλιάδες
- Φορτηγό
- στρατός
- σμήνος
- Μπόναντζα
- στοιβάζω
- πλήθος
- μεζούρα
- κατακλυσμός
- οδήγησε
- Ντροπή
- επιδημία
- περίσσεια
- αγέλη
- κοπάδι
- ορδή
- οικοδεσπότης
- Λεγεώνα
- εκατομμύριο
- όχλος
- πλήθος
- υπεραφθονία
- υπερχείλιση
- υπερβολικό
- υπερβολικά
- υπερπροσφορά
- πανούκλα
- αφθονία
- πληθώρα
- Τύπος
- Δερματικό εξάνθημα
- πλεονασμός
- σκορ
- θάλασσα
- Αφθονία
- περιττότητα
- περίσσεια
- πλεόνασμα
- σμήνος
- πλήθος
- δισεκατομμύρια
- άσσος
- Άτομο
- bit
- νταμπ
- δράμι
- θραύσμα
- λάμψη
- δημητριακά
- Κοκκία
- χούφτα
- υπόδειξη
- Ακάρεο
- λίγο
- Μόριο
- τάφρος
- μπουκιά
- δαγκάνοντας
- ουγγιά
- σωματίδιο
- Φιστίκια
- τσίμπημα
- ψίχουλα
- Ακτίνα
- scintilla
- σκραπ
- δισταγμός
- σκιά
- σκιά
- τεμαχίζω
- Κηλίδα
- κουκκίδα
- ράνω
- ράντισμα
- καταπόνηση
- σερί
- υποψία
- λίγο
- γεύση
- αγγίζω
- ίχνος
- whit
- απουσία
- ψίχουλο
- παύλα
- τελεία
- σταγόνα
- σταγόνα
- λιμός
- κηλίδα
- κουτσουλιά
- ιώτα
- τελεία
- έλλειψη
- μικρός
- μπουκιά
- σκλήθρα
- κομμάτι
- μερίδα
- φτώχεια
- Έλλειψη
- ενότητα
- έλλειψη
- ανοησίες
- επιφανειακές γνώσεις
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- τίτλος
- Έλλειψη
- έλλειψη
- έλλειμμα
- ανεπάρκεια
- ανεπάρκεια
- φτώχεια
- Λιτότητα
- θέλω
Nearest Words of potful
Definitions and Meaning of potful in English
potful (n)
the quantity contained in a pot
FAQs About the word potful
Κατσαρολάκι
the quantity contained in a pot
αφθονία,δέσμη,δέσμη,κομμάτι,συμφωνία,Δωδεκάδα,εκατό,φορτία,πολύ,σωρός
άσσος,Άτομο,bit,νταμπ,δράμι,θραύσμα,λάμψη,δημητριακά,Κοκκία,χούφτα
poterium sanguisorba => Βασιλικό χορτάρι, poterium => σταματόχορτο, potently => ισχυρά, potentiometer => Ποτενσιόμετρο, potentilla anserina => Αγριμομηλιά,