Greek Meaning of potful

Κατσαρολάκι

Other Greek words related to Κατσαρολάκι

Definitions and Meaning of potful in English

Wordnet

potful (n)

the quantity contained in a pot

FAQs About the word potful

Κατσαρολάκι

the quantity contained in a pot

αφθονία,δέσμη,δέσμη,κομμάτι,συμφωνία,Δωδεκάδα,εκατό,φορτία,πολύ,σωρός

άσσος,Άτομο,bit,νταμπ,δράμι,θραύσμα,λάμψη,δημητριακά,Κοκκία,χούφτα

poterium sanguisorba => Βασιλικό χορτάρι, poterium => σταματόχορτο, potently => ισχυρά, potentiometer => Ποτενσιόμετρο, potentilla anserina => Αγριμομηλιά,