Greek Meaning of fistful

μια χούφτα

Other Greek words related to μια χούφτα

Definitions and Meaning of fistful in English

Wordnet

fistful (n)

the quantity that can be held in the hand

FAQs About the word fistful

μια χούφτα

the quantity that can be held in the hand

δέσμη,δέσμη,κομμάτι,συμφωνία,Δωδεκάδα,εκατό,φορτία,πολύ,σωρός,πολύ

άσσος,bit,νταμπ,δράμι,θραύσμα,λάμψη,δημητριακά,χούφτα,υπόδειξη,Ακάρεο

fistfight => Καυγάς, fisted => σφιγμένο, fist => Γροθιά, fissurellidae => Σχισμόχια, fissurella apertura => θαλασσινή χελώνα με σχισμή,