Greek Meaning of redundancy
πλεονασμός
Other Greek words related to πλεονασμός
- περίφραση
- διαχυτότητα
- διάχυση
- λογόρροια
- πολυλογία
- επαναληψιμότητα
- πολυλογία
- αριθμός λέξεων
- Λογοδιάρροια
- Κυκλικότητα
- υπερβολή
- Λογορροία
- Φλυαρία
- Μακρηγορία
- περιφραστικός τύπος
- Πλεονασμός
- ταυτολογία
- Λεκτικισμός
- Πολυλογία
- πολυλογία
- ανεμοφύσημα
- Περιστροφή
- παρέκβαση
- διακόσμηση
- υπερβολή
- υπερβολή
- επανάληψη
- επαναληψιμότητα
Nearest Words of redundancy
Definitions and Meaning of redundancy in English
redundancy (n)
repetition of messages to reduce the probability of errors in transmission
the attribute of being superfluous and unneeded
(electronics) a system design that duplicates components to provide alternatives in case one component fails
repetition of an act needlessly
redundancy (n.)
The quality or state of being redundant; superfluity; superabundance; excess.
That which is redundant or in excess; anything superfluous or superabundant.
Surplusage inserted in a pleading which may be rejected by the court without impairing the validity of what remains.
FAQs About the word redundancy
πλεονασμός
repetition of messages to reduce the probability of errors in transmission, the attribute of being superfluous and unneeded, (electronics) a system design that
περίφραση ,διαχυτότητα,διάχυση,λογόρροια,πολυλογία,,επαναληψιμότητα,πολυλογία,αριθμός λέξεων,Λογοδιάρροια
συντομία,συμπάγεια,Περίληψη,περιεκτικότητα,Κριτσανιστότητα,περιεκτικότητα,Συντομία,συντομία,πυκνότητα
redundance => πλεονασμός, reduit => Πυργίσκος, reductivism => Αναγωγή, reductively => αναγωγικά, reductive => αναγωγικός,