Greek Meaning of verbosity

πολυλογία

Other Greek words related to πολυλογία

Definitions and Meaning of verbosity in English

Wordnet

verbosity (n)

an expressive style that uses excessive or empty words

Webster

verbosity (n.)

The quality or state of being verbose; the use of more words than are necessary; prolixity; wordiness; verbiage.

FAQs About the word verbosity

πολυλογία

an expressive style that uses excessive or empty wordsThe quality or state of being verbose; the use of more words than are necessary; prolixity; wordiness; ver

περίφραση ,διαχυτότητα,διάχυση,Λογορροία,Φλυαρία,λογόρροια,Μακρηγορία,περιφραστικός τύπος,πολυλογία,

συντομία,συμπάγεια,Περίληψη,περιεκτικότητα,Κριτσανιστότητα,περιεκτικότητα,Συντομία,συντομία,πυκνότητα

verbosities => πολυλογία, verboseness => πολυλογία, verbosely => εκτενώς, verbose => φλύαρος, verbolatry => λατρεία του λόγου,