Greek Meaning of tautology
ταυτολογία
Other Greek words related to ταυτολογία
- Κυκλικότητα
- υπερβολή
- Πλεονασμός
- πλεονασμός
- επαναληψιμότητα
- Λεκτικισμός
- περίφραση
- διαχυτότητα
- διάχυση
- Λογορροία
- Φλυαρία
- λογόρροια
- Μακρηγορία
- περιφραστικός τύπος
- πολυλογία
- επανάληψη
- επαναληψιμότητα
- Πολυλογία
- πολυλογία
- πολυλογία
- ανεμοφύσημα
- αριθμός λέξεων
- Λογοδιάρροια
- Περιστροφή
- παρέκβαση
- διακόσμηση
- κέντημα
- υπερβολή
- υπερβολή
Nearest Words of tautology
Definitions and Meaning of tautology in English
tautology (n)
(logic) a statement that is necessarily true
useless repetition
tautology (n.)
A repetition of the same meaning in different words; needless repetition of an idea in different words or phrases; a representation of anything as the cause, condition, or consequence of itself, as in the following lines: --//The dawn is overcast, the morning lowers,/And heavily in clouds brings on the day. Addison.
FAQs About the word tautology
ταυτολογία
(logic) a statement that is necessarily true, useless repetitionA repetition of the same meaning in different words; needless repetition of an idea in different
Κυκλικότητα,υπερβολή ,Πλεονασμός,πλεονασμός,,επαναληψιμότητα,Λεκτικισμός,περίφραση ,διαχυτότητα,διάχυση
συντομία,συμπάγεια,Περίληψη,περιεκτικότητα,Κριτσανιστότητα,περιεκτικότητα,Συντομία,συντομία,πυκνότητα
tautologous => ταυτολογικό, tautologizing => Ταυτολογούν, tautologized => ταυτολόγησε, tautologize => ταυτολογία, tautologist => ταυτολογία,