Greek Meaning of windiness
ανεμοφύσημα
Other Greek words related to ανεμοφύσημα
- διαχυτότητα
- διάχυση
- Λογορροία
- Φλυαρία
- λογόρροια
- περιφραστικός τύπος
- πολυλογία
- επαναληψιμότητα
- Λεκτικισμός
- πολυλογία
- πολυλογία
- αριθμός λέξεων
- Λογοδιάρροια
- Κυκλικότητα
- περίφραση
- υπερβολή
- Μακρηγορία
- πλεονασμός
- επαναληψιμότητα
- Πολυλογία
- Περιστροφή
- παρέκβαση
- υπερβολή
- υπερβολή
- Πλεονασμός
- επανάληψη
- ταυτολογία
Nearest Words of windiness
Definitions and Meaning of windiness in English
windiness (n)
a mildly windy state of the air
boring verbosity
windiness (n.)
The quality or state of being windy or tempestuous; as, the windiness of the weather or the season.
Fullness of wind; flatulence.
Tendency to generate wind or gas; tendency to produce flatulence; as, the windiness of vegetables.
Tumor; puffiness.
FAQs About the word windiness
ανεμοφύσημα
a mildly windy state of the air, boring verbosityThe quality or state of being windy or tempestuous; as, the windiness of the weather or the season., Fullness o
διαχυτότητα,διάχυση,Λογορροία,Φλυαρία,λογόρροια,περιφραστικός τύπος,πολυλογία,,επαναληψιμότητα,Λεκτικισμός
συντομία,συμπάγεια,Περίληψη,περιεκτικότητα,Κριτσανιστότητα,περιεκτικότητα,Συντομία,συντομία,πυκνότητα
windily => ανεμωδώς, windhover => ελεοβασιλικός, windhoek => Βίντχεκ, windgall => κάτω άκρο, windflower => Αναιμώνα,