Greek Meaning of succinctness
περιεκτικότητα
Other Greek words related to περιεκτικότητα
Nearest Words of succinctness
Definitions and Meaning of succinctness in English
succinctness (n)
terseness and economy in writing and speaking achieved by expressing a great deal in just a few words
FAQs About the word succinctness
περιεκτικότητα
terseness and economy in writing and speaking achieved by expressing a great deal in just a few words
Περίληψη,περιεκτικότητα,συντομία,συμπάγεια,Κριτσανιστότητα,σύντομη,Συντομία,αιφνιδιότητα,ειλικρίνεια,συντομία
διαχυτότητα,πολυλογία,πολυλογία,Λογοδιάρροια,Μακρηγορία,περιφραστικός τύπος,Πλεονασμός,πλεονασμός,επαναληψιμότητα,επαναληψιμότητα
succinctly => περιληπτικά, succinct => σύντομο, successor => διάδοχος, successiveness => διαδοχή, successively => διαδοχικά,