Greek Meaning of abruptness

αιφνιδιότητα

Other Greek words related to αιφνιδιότητα

Definitions and Meaning of abruptness in English

Wordnet

abruptness (n)

an abrupt discourteous manner

the property possessed by a slope that is very steep

the quality of happening with headlong haste or without warning

Webster

abruptness (n.)

The state of being abrupt or broken; craggedness; ruggedness; steepness.

Suddenness; unceremonious haste or vehemence; as, abruptness of style or manner.

FAQs About the word abruptness

αιφνιδιότητα

an abrupt discourteous manner, the property possessed by a slope that is very steep, the quality of happening with headlong haste or without warningThe state of

ειλικρίνεια,απότομη συμπεριφορά,σύντομη,συμπάγεια,Κριτσανιστότητα,συντομία,Συντομία,συντομία,συντομία,Περίληψη

διαχυτότητα,πολυλογία,πολυλογία,Λογοδιάρροια,Μακρηγορία,περιφραστικός τύπος,Πλεονασμός,πλεονασμός,επαναληψιμότητα,επαναληψιμότητα

abruptly-pinnate leaf => Αιφνίδια πτερωτό φύλλο, abruptly-pinnate => Αιφνίδια πτεροειδής, abruptly => απότομα, abruption => αποκόλληση πλακούντα, abruptio placentae => Αποκόλληση πλακούντα,