Greek Meaning of granule
Κοκκία
Other Greek words related to Κοκκία
- bit
- ψίχουλο
- κηλίδα
- δημητριακά
- Μόριο
- μπουκιά
- σωματίδιο
- τσιρότο
- Κηλίδα
- Άτομο
- δάγκωμα
- ντρίμπλα
- σταγόνα
- κουτσουλιά
- κλάσμα
- θραύσμα
- μπουκιά
- τάφρος
- σκλήθρα
- κομμάτι
- τσίμπημα
- μερίδα
- σκραπ
- δισταγμός
- τεμαχίζω
- θραύσμα
- απόσπασμα
- απόσπασμα
- τίτλος
- ίχνος
- άσσος
- τσιπ
- αποκόμματα
- νταμπ
- παύλα
- σταγόνα
- νιφάδα
- μισό πένι
- Μισό πένι
- ιώτα
- τελεία
- Κένινγκ
- ελάχιστος
- Ακάρεο
- λίγο
- μπουκιά
- κέλυφος
- ουγγιά
- Ξύσιμο
- μέρος
- ενότητα
- θραύσμα
- ξύρισμα
- Ρίγος
- ανοησίες
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- Αγκάθι
- κουκκίδα
- καταπόνηση
- σερί
- υποψία
- γεύση
- tidbit
- μεζές
- αγγίζω
- ψιθύρι
- whit
- άλογο
Nearest Words of granule
- granuliferous => κοκκώδης
- granuliform => κοκκιώδης
- granulite => γρανολίτης
- granulocyte => Κοκκιοκύτταρα
- granulocytic => κοκκιοκυτταρικός
- granulocytic leukemia => κοκκιώδης λευχαιμία
- granulocytopenia => κοκκιοκυτταροπενία
- granuloma => Γράνωμα
- granuloma inguinale => Γράνουλομα βουβωνικό
- granuloma venereum => Κοκκιώματα των γεννητικών οργάνων
Definitions and Meaning of granule in English
granule (n)
a tiny grain
granule (n.)
A little grain a small particle; a pellet.
FAQs About the word granule
Κοκκία
a tiny grainA little grain a small particle; a pellet.
bit,ψίχουλο,κηλίδα,δημητριακά,Μόριο,μπουκιά,σωματίδιο,τσιρότο,Κηλίδα,Άτομο
κομμάτι,εξόγκωμα,μάζα,ποσότητα,πλάκα,τόμος,αφθονία,βαρέλι,κουβάς,μπουσέλ
granulation tissue => Ιστός κοκκίωσης, granulation => κοκκίωση, granulating => κοκκοποίηση, granulated sugar => Κρυσταλλική ζάχαρη, granulated => κοκκώδης,