Greek Meaning of obey
υπακούω
Other Greek words related to υπακούω
- ακολουθήστε
- συμμορφώνεται με
- μυαλό
- παρατηρώ
- τηρώ (κάτι)
- συμμορφώνω (με)
- να συμμορφωθεί (με)
- τηρώ
- συμμετέχω
- ακούω
- Προσέχω
- Σήμα
- σημείωση
- ειδοποίηση
- Σεβασμός
- παίρνω
- ρολόι
- προσχωρώ
- αποδέχομαι
- συμφωνώ
- συμφωνώ (σε)
- αναβάλω (σε)
- συμφωνώ με
- Βήμα χήνας (προς)
- ακούω (κάποιον)
- υποβάλλω (σε)
- παραδίδομαι (σε)
- υποχωρώ
- πρόκληση
- τολμώ
- αψηφώ
- δεν υπακούω
- μόλυβδος
- αρνούμαι
- εξεγείρομαι (εναντίον)
- Σπάω
- αγνοώ
- άμεσο
- απολύω
- προσβάλω
- αδιαφορία
- παραβλέπω
- προσπερνώ
- απαρνηθώ
- αποκηρύσσω
- παραβαίνω
- παραβίαση
- ελάφι
- μάχη
- διαγωνισμός
- κοροϊδεύω
- διαμάχη
- μάχη
- περιφρονώ
- (παραβιάζω)
- κοροϊδεύω
- αντιτίθεμαι
- γέφυρα
- υποτιμώ
- αντιστέκομαι
- περιφρόνηση
- αδιάφορος
- αντέχω
- κακά
- εξέγερση (κατά)
- περιγελώ (κάποιον)
- συνδέω
- κλείνω το μάτι (προς)
Nearest Words of obey
Definitions and Meaning of obey in English
obey (v)
be obedient to
obey (v. t.)
To give ear to; to execute the commands of; to yield submission to; to comply with the orders of.
To submit to the authority of; to be ruled by.
To yield to the impulse, power, or operation of; as, a ship obeys her helm.
obey (v. i.)
To give obedience.
FAQs About the word obey
υπακούω
be obedient toTo give ear to; to execute the commands of; to yield submission to; to comply with the orders of., To submit to the authority of; to be ruled by.,
ακολουθήστε,συμμορφώνεται με,μυαλό,παρατηρώ,τηρώ (κάτι),συμμορφώνω (με),να συμμορφωθεί (με),τηρώ,συμμετέχω,ακούω
πρόκληση,τολμώ,αψηφώ,δεν υπακούω,μόλυβδος,αρνούμαι,εξεγείρομαι (εναντίον),Σπάω,αγνοώ,άμεσο
obesity diet => Διατροφή για την παχυσαρκία, obesity => παχυσαρκία, obeseness => παχυσαρκία, obese => παχύσαρκος, oberson => Όμπερσον,