Greek Meaning of defer (to)

αναβάλω (σε)

Other Greek words related to αναβάλω (σε)

Definitions and Meaning of defer (to) in English

defer (to)

to allow (someone else) to decide or choose something, to agree to follow (someone else's decision, a tradition, etc.)

FAQs About the word defer (to)

αναβάλω (σε)

to allow (someone else) to decide or choose something, to agree to follow (someone else's decision, a tradition, etc.)

τηρώ (κάτι),να συμμορφωθεί (με),υποβάλλω (σε),παραδίδομαι (σε),υποχωρώ,ακολουθήστε,υπακούω,παρατηρώ,προσχωρώ,αποδέχομαι

αγνοώ,πρόκληση,τολμώ,αψηφώ,άμεσο,δεν υπακούω,μόλυβδος,προσπερνώ,αρνούμαι,εξεγείρομαι (εναντίον)

defenses => άμυνες, defenestrating => πετάω από το παράθυρο, defenestrated => εκθρονίστηκε, defends => υπερασπίζεται, defenders => Αμυντικοί,