Greek Meaning of defers (to)
αναβάλλει (σε)
Other Greek words related to αναβάλλει (σε)
- προκλήσεις
- αψηφάει
- δεν υπακούει
- υποψήφιοι πελάτες
- παραβιάζει
- να βουρτσίσει (από)
- τολμάει
- κατευθύνει
- απολύει
- αγνοεί
- βλέπει
- περνάει πάνω από
- αρνείται
- αποκηρύσσει
- αποκηρύσσει
- ανασηκώνει τους ώμους
- κλείνει το μάτι (σε κάποιον)
- παραβάσεις
- διαλείμματα
- Μπακς
- μάχες
- διαγωνισμοί
- γελοιοποιεί
- διαφορές
- μάχες
- καταπατά
- κοροϊδεύει
- αντιτίθεται
- υπέργειες γέφυρες
- χλευάζει
- αχ
- αντιστέκεται
- περιφρονεί
- παραβαίνει
- σβήνει
- αντέχει
Nearest Words of defers (to)
Definitions and Meaning of defers (to) in English
defers (to)
to allow (someone else) to decide or choose something, to agree to follow (someone else's decision, a tradition, etc.)
FAQs About the word defers (to)
αναβάλλει (σε)
to allow (someone else) to decide or choose something, to agree to follow (someone else's decision, a tradition, etc.)
συμμορφώνεται (με),υποβάλλει (σε),παραδίδεται (σε),υποχωρώ σε,συμμορφώνεται προς (με),ακολουθεί,ακούει (κάποιον),μυαλά,υπακούει,παρατηρεί
προκλήσεις,αψηφάει,δεν υπακούει,υποψήφιοι πελάτες,παραβιάζει,να βουρτσίσει (από),τολμάει,κατευθύνει,απολύει,αγνοεί
defers => αναβάλλει, deferring (to) => αναβολή (σε), deferred (to) => αναβληθέν (σε), deferrals => αναβολές, deferments => αναβολές,