FAQs About the word deferrals

αναβολές

the act of delaying

αναβολές,αναβολές,καθυστερήσεις,Κρατήσεις,κρατήσεις,Δισταγμοί,κρατήσεις,μοτίβα αναμονής,ληστείες,Υστερεί

αποστολές,Βούρλα,βιασύνη,προθυμία

deferments => αναβολές, deferences => αναβολές, defer (to) => αναβάλω (σε), defenses => άμυνες, defenestrating => πετάω από το παράθυρο,