Greek Meaning of nettling
κνίδωση
Other Greek words related to κνίδωση
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ανησυχητικό
- απογοητευτικός
- ερεθιστικός
- λειαντικό
- ενοχλητικός
- ανησυχητικός
- Τρίψιμο
- αποσπούν την προσοχή
- εκνευριστικός
- Ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- τρελός
- ενοχλητικός
- οδυνηρός
- ενοχλητικός
- βλαβερός
- λοιμώδης
- λοιμικός
- ενοχλητικός
- καταραμένος
- πίκρα
- απωθητικός
- εκνευριστικό
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- θυμωμένος
- δάγκωμα
- θρασύς
- άτακτος
- βαρύς
- δυσάρεστος
- δυσάρεστος
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- Εξαγριωτικό
- σίτα
- ενοχλητικός
- παρενοχλώ
- εξοργιστικός
- ενοχλητικός
- σκανταλιάρης
- προσβλητικό
- ακανθώδης
- αγχωτικό
- ακανθώδης
- κουραστικός
- ενοχλητικός
- ανησυχητικό
- Προσπαθώντας
- αναστατωτικός
- ανησυχητικός
- ενοχλητικός
Nearest Words of nettling
Definitions and Meaning of nettling in English
nettling (p. pr. & vb. n.)
of Nettle
nettling (n.)
A process (resembling splicing) by which two ropes are jointed end so as to form one rope.
The process of tying together the ends of yarns in pairs, to prevent tangling.
nettling (p. pr. & a.)
Stinging; irritating.
FAQs About the word nettling
κνίδωση
of Nettle, A process (resembling splicing) by which two ropes are jointed end so as to form one rope., The process of tying together the ends of yarns in pairs,
επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ανησυχητικό,απογοητευτικός,ερεθιστικός,λειαντικό,ενοχλητικός,ανησυχητικός,Τρίψιμο,αποσπούν την προσοχή
απολαυστικό,ευχάριστος
nettlesome => ενοχλητικός, nettles => Τσουκνίδα, nettler => τσουκνίδα, nettle-leaved goosefoot => Κνίδιο χόρτο, nettle-leaved bellflower => Κνίδια καμπανούλα,