Greek Meaning of distractive

αποσπούν την προσοχή

Other Greek words related to αποσπούν την προσοχή

Definitions and Meaning of distractive in English

Webster

distractive (a.)

Causing perplexity; distracting.

FAQs About the word distractive

αποσπούν την προσοχή

Causing perplexity; distracting.

προσβλητικό,οδυνηρός,αγχωτικό,κουραστικός,ενοχλητικός,ανησυχητικό,Προσπαθώντας,αναστατωτικός,ανησυχητικός,λειαντικό

απολαυστικό,ευχάριστος

distractious => αποσπαστικός, distraction => περισπασμός, distracting => Αποσπώντας την προσοχή, distractile => αφηρημένος, distractible => αφηρημένος,