Greek Meaning of distractedly

αφηρημένα

Other Greek words related to αφηρημένα

Definitions and Meaning of distractedly in English

Wordnet

distractedly (r)

in a distracted manner

Webster

distractedly (adv.)

Disjointedly; madly.

FAQs About the word distractedly

αφηρημένα

in a distracted mannerDisjointedly; madly.

ταραγμένος,ταραγμένος,Φρενήρης,φοβισμένος,ανήσυχος,ανήσυχος,ανήσυχος,παραληρηματικός,αφηρημένος,διαταραγμένος

Ήρεμος,συλλεγέν,συντεθειμένος,θυμίζει,κουλ,ειρηνικός,ήρεμος,αυτοσυλλεγμένος,ψύχραιμος,Γαλήνιος

distracted => αποσπασμένος, distract => Αποσπάω, distortive => παραμορφωτικό, distortionist => στρεβλωτής, distortion => παραμόρφωση,