FAQs About the word distractible

αφηρημένος

Capable of being drawn aside or distracted.

αποσπάω,αφηρημένος,διασκεδάζειν,αποδοκιμάζω,ακυρώνω,Διασκέδαση,αδέσποτο,περιπλανάμαι

Εστίαση,Συμπύκνωμα

distractful => Περισπαστικός, distracter => αποσπασματικός, distractedness => περισπασμός, distractedly => αφηρημένα, distracted => αποσπασμένος,