Greek Meaning of stray
αδέσποτο
Other Greek words related to αδέσποτο
- Αρκετός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- τυχαίο
- ασκόπως
- ανεπίσημος
- ευκαιρία
- εξαρτώμενος
- αποσπασματικός
- ασταθής
- τυχαίος
- τυχερός
- μονός
- πρόχειρος
- επικίνδυνο
- χωρίς κατεύθυνση
- ακατάστατη
- ανοργάνωτος
- τυχαίος
- τυχερός
- χαοτικά
- τυχαίος
- ακούσιος
- τυχαίο
- αδιάκριτος
- ακανόνιστος
- διάσπαρτος
- κουκκίδα
- απρόσεκτος
- Ακατεύθυντος
- αδιάκριτος
- ακούσιος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
- μη προμελετημένο
- μη συστηματικός
- όπως-όπως
- σταθερά
- συνεχής
- σταθερός
- μεθοδικός
- οργανωμένος
- οργανωμένος
- τακτικός
- σταθερός
- σταθερός
- συστηματικός
- διατεταγμένος
- ενήμερος
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- καθιερωμένος
- ακόμα
- διαχειρίζεται
- μεθοδικός
- μη τυχαίο
- προγραμματισμένη
- σετ
- συστηματοποιημένο
- ορχηστρωμένος
- παραγγελθέντα
- σκόπιμος
- στοχαστικός
- εσκεμμένος
- εκούσιος
Nearest Words of stray
- strawworm => Σκώληκας άχυρου
- strawman => Αχυράνθρωπος
- strawflower => αμάραντος
- straw-coloured => χρυσαφένιος
- straw-colored => Κιτρινοπάλευκο
- strawboard => σανίδα από άχυρο
- strawberry-shrub family => Οικογένεια ροδοειδών
- strawberry tree => Κουμαριά
- strawberry tomato => φράουλα ντομάτα
- strawberry shrub => Φραουλιά
Definitions and Meaning of stray in English
stray (n)
an animal that has strayed (especially a domestic animal)
stray (v)
move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment
wander from a direct course or at random
lose clarity or turn aside especially from the main subject of attention or course of argument in writing, thinking, or speaking
stray (s)
not close together in time
(of an animal) having no home or having wandered away from home
FAQs About the word stray
αδέσποτο
an animal that has strayed (especially a domestic animal), move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment, wander from a
Αρκετός,τυχαίος,διασκορπισμένο,τυχαίο,ασκόπως,ανεπίσημος,ευκαιρία,εξαρτώμενος,αποσπασματικός,ασταθής
σταθερά,συνεχής,σταθερός,μεθοδικός,οργανωμένος,οργανωμένος,τακτικός,σταθερός,σταθερός,συστηματικός
strawworm => Σκώληκας άχυρου, strawman => Αχυράνθρωπος, strawflower => αμάραντος, straw-coloured => χρυσαφένιος, straw-colored => Κιτρινοπάλευκο,