Greek Meaning of strayer

αλήτης

Other Greek words related to αλήτης

Definitions and Meaning of strayer in English

Wordnet

strayer (n)

someone who strays or falls behind

FAQs About the word strayer

αλήτης

someone who strays or falls behind

Αρκετός,τυχαίος,διασκορπισμένο,τυχαίο,ασκόπως,ανεπίσημος,ευκαιρία,εξαρτώμενος,αποσπασματικός,ασταθής

σταθερά,συνεχής,σταθερός,μεθοδικός,οργανωμένος,οργανωμένος,τακτικός,σταθερός,σταθερός,συστηματικός

stray => αδέσποτο, strawworm => Σκώληκας άχυρου, strawman => Αχυράνθρωπος, strawflower => αμάραντος, straw-coloured => χρυσαφένιος,