Greek Meaning of scattershot

διάσπαρτος

Other Greek words related to διάσπαρτος

Definitions and Meaning of scattershot in English

Wordnet

scattershot (s)

covering a wide range in a haphazard way

FAQs About the word scattershot

διάσπαρτος

covering a wide range in a haphazard way

τυχαίο,ασκόπως,Αρκετός,ευκαιρία,αποσπασματικός,,τυχαίος,τυχαίος,ακούσιος,τυχαίο

σταθερά,συνεχής,σταθερός,μεθοδικός,οργανωμένος,οργανωμένος,τακτικός,σταθερός,σταθερός,συστηματικός

scatterling => διασκορπισμένος, scatteringly => διάσπαρτα, scattering => διασκόρπιση, scattergun => Σκατερ, scattergood => Σκάτεργκουντ,