Greek Meaning of purposeful
σκόπιμος
Other Greek words related to σκόπιμος
- σίγουρος
- αποφασιστικός
- αποφασισμένος
- πρόθεση
- θετικός
- αποφασισμένος
- αμετάπειστος
- δεμένος
- ο θάνατος ή η δόξα
- στερεός
- έξω
- Επιλεγμένο
- σοβαρός
- σετ
- αποφασισμένος
- εκούσιος
- αποφασισμένος (για ή σε)
- αποφασισμένος
- αδαμάντινος
- πικρός
- βέβαιος
- Σίγουρος για τον εαυτό του
- επίμονος
- σοβαρός
- σκληρυμένο
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- ακίνητος
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- επίμονος
- Επίμονος
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- άκαμπτος
- αυθάδης
- σταθερός
- πεισματάρης
- σίγουρα
- επίμονος
- άκαμπτος
- αδιάλλακτος
- σταθερός
- διστακτικός
- αμείλικτος
- ακλόνητος
- ακλόνητος
- αμετάπειστος
- βίαιη
- εσκεμμένος
- έτοιμος
Nearest Words of purposeful
Definitions and Meaning of purposeful in English
purposeful (a)
serving as or indicating the existence of a purpose or goal
purposeful (s)
having meaning through having an aim
FAQs About the word purposeful
σκόπιμος
serving as or indicating the existence of a purpose or goal, having meaning through having an aim
σίγουρος,αποφασιστικός,αποφασισμένος,πρόθεση,θετικός,αποφασισμένος,αμετάπειστος,δεμένος,ο θάνατος ή η δόξα,στερεός
αμφίβολος,αμφίβολος,διστακτικός,διστακτικός,αναποφάσιστος,αναποφάσιστος,σκεπτικός,ύποπτος,αβέβαιος,ακαθόριστος
purpose-built => ειδικά κατασκευασμένος, purpose => σκοπός, purportedly => υποτίθεται, purport => σκοπός, purplish-white => Ιώδες λευκό,