Greek Meaning of streaker
αυτός που στρέφει
Other Greek words related to αυτός που στρέφει
- αφθονία
- βαρέλι
- Καράβι γεμάτο
- κουβάς
- δέσμη
- μπουσέλ
- συμφωνία
- περίσσεια
- μια χούφτα
- ορδές
- σωροί
- φορτία
- πολύ
- μάζα
- ακαταστασία
- βουνό
- Πλήθος
- ράμφισμα
- σωρός
- πολύ
- αφθονία
- ποσότητα
- Σχεδία
- Στοίβα
- τόμος
- βαμβάκι
- πλούτος
- Μπόναντζα
- κομμάτι
- Ντροπή
- δεσίματα
- πολύς
- άπειρα
- υπεραφθονία
- υπερχείλιση
- υπερβολικό
- υπερπροσφορά
- Κατσαρολάκι
- σωροί
- πλάκα
- πλεόνασμα
- πάρα πολλοί
- φύλλα
- κούκλος
- εξόγκωμα
- υπερβολικά
- Αφθονία
- περιττότητα
- περίσσεια
Nearest Words of streaker
Definitions and Meaning of streaker in English
streaker (n)
someone who takes off all their clothes and runs naked through a public place
FAQs About the word streaker
αυτός που στρέφει
someone who takes off all their clothes and runs naked through a public place
Ράβδωση,Συγκρότημα,μπάρα,φλόγα,εγκάρσιο δοκάρι
αφθονία,βαρέλι,Καράβι γεμάτο,κουβάς,δέσμη,μπουσέλ,συμφωνία,περίσσεια,μια χούφτα,ορδές
streaked => ριγέ, streak => σερί, straying => περιπλανώμενος, strayer => αλήτης, stray => αδέσποτο,