Greek Meaning of bratty

άτακτος

Other Greek words related to άτακτος

Definitions and Meaning of bratty in English

Wordnet

bratty (s)

(used of an ill-mannered child) impolitely unruly

FAQs About the word bratty

άτακτος

(used of an ill-mannered child) impolitely unruly

θρασύς,εξοργιστικός,σκανταλιάρης,προσβλητικό,ενοχλητικός,αναστατωτικός,λειαντικό,θυμωμένος,ενοχλητικό,δυσάρεστος

απολαυστικό,ευχάριστος

brattleboro => Μπράτλμπορο, brattle => Μπράτλ, brattish => θρασύς, brattice => καπέλο, bratsche => Βιόλα,