Greek Meaning of bravado

Μπραβάντο

Other Greek words related to Μπραβάντο

Definitions and Meaning of bravado in English

Wordnet

bravado (n)

a swaggering show of courage

Webster

bravado (n.)

Boastful and threatening behavior; a boastful menace.

FAQs About the word bravado

Μπραβάντο

a swaggering show of courageBoastful and threatening behavior; a boastful menace.

αλαζονεία,στάση,υπόθεση,καύχηση,βόμβα,κομπασμός,θρασύτητα,Περιφρόνηση,κυριαρχία,Αλαζονεία

ντροπαλότητα,Σωφροσύνη,δυσπιστία,παθητικότητα,αυτοαμφιβολία,δειλία,Δειλία,Ταπεινότητα,ταπεινότητα,πράοτης

bravade => μπραβάντα, braunschweig => Μπράουνσβαϊγκ, braun's holly fern => Απιόσμος του Μπράουν, braunite => μπραυνίτης, braun => καφέ,