Greek Meaning of bossiness

αυταρχικότητα

Other Greek words related to αυταρχικότητα

Definitions and Meaning of bossiness in English

bossiness

inclined to domineer, fond of ordering people around, cow, calf, marked by a swelling or roundness, marked by bosses

FAQs About the word bossiness

αυταρχικότητα

inclined to domineer, fond of ordering people around, cow, calf, marked by a swelling or roundness, marked by bosses

αλαζονεία,στάση,,Περιφρόνηση,κυριαρχία,Αλαζονεία,ύψος,Αυτονομία,οργή,αυταρχικότητα

ντροπαλότητα,Ταπεινότητα,σεμνότητα,δειλία,Δειλία,μετριοφροσύνη,Σωφροσύνη,δυσπιστία,πράοτης,παθητικότητα

bossed (around) => Αυταρχικός, boss men => αφεντικά, boss man => αφεντικό, bosquets => δάση, bosques => Δάση,