Greek Meaning of bossed (around)
Αυταρχικός
Other Greek words related to Αυταρχικός
- διέταξε
- εκπαιδευμένος
- παραγγελθέντα
- είπε
- επικαλέστηκε
- Συμβουλευόταν
- ρώτησε
- κακός
- ικετεύω
- προσφορά
- φορτισμένος
- Σκηνοθετημένο
- επιβεβλημένο
- ζητηθείσα
- απαιτούμενο
- διορισμένος
- εκχωρηθείς
- εξουσιοδοτημένος
- ικέτευσε
- παρακάλεσε
- εξαναγκασμένος
- ανατεθεί
- εξαναγκασμένος
- πραγματοποιήθηκε
- περιορισμένος
- ελεγχόμενος
- συμβουλευμένος
- συμβούλεψε
- ικέτευσε
- εξαναγκαστικός
- οδήγησε
- διαχειρίζεται
- υποχρεωμένος
- Αναφορά
- επιβλεπόμενη
- προειδοποίησε
Nearest Words of bossed (around)
Definitions and Meaning of bossed (around) in English
bossed (around)
No definition found for this word.
FAQs About the word bossed (around)
Αυταρχικός
διέταξε,εκπαιδευμένος,παραγγελθέντα,είπε,επικαλέστηκε,Συμβουλευόταν,ρώτησε,κακός,ικετεύω,προσφορά
συμμορφώθηκε (με),ακολούθησε,κράτησε,υπάκουσα,Παρατηρήθηκε,νους
boss men => αφεντικά, boss man => αφεντικό, bosquets => δάση, bosques => Δάση, bosque => δάσος,