Greek Meaning of obliged
υποχρεωμένος
Other Greek words related to υποχρεωμένος
Nearest Words of obliged
Definitions and Meaning of obliged in English
obliged (s)
under a moral obligation to do something
obliged (imp. & p. p.)
of Oblige
FAQs About the word obliged
υποχρεωμένος
under a moral obligation to do somethingof Oblige
υποχρεωμένος,ευγνώμων,χρεωμένος,εκτιμητικός,υπόχρεος,δεσμευμένος,ευγνώμων
Αγενής,αχάριστος,αναίσθητος,αχάριστος,Αχάριστος,εχθρικός,απρόσεκτος,αγενής
oblige => υποχρεώνω, obligatory => Υποχρεωτικός, obligatoriness => υποχρεωτικότητα, obligatorily => υποχρεωτικά, obligato => Υποχρεωτικό,