FAQs About the word obliged

υποχρεωμένος

under a moral obligation to do somethingof Oblige

υποχρεωμένος,ευγνώμων,χρεωμένος,εκτιμητικός,υπόχρεος,δεσμευμένος,ευγνώμων

Αγενής,αχάριστος,αναίσθητος,αχάριστος,Αχάριστος,εχθρικός,απρόσεκτος,αγενής

oblige => υποχρεώνω, obligatory => Υποχρεωτικός, obligatoriness => υποχρεωτικότητα, obligatorily => υποχρεωτικά, obligato => Υποχρεωτικό,