Greek Meaning of boastfulness

καύχηση

Other Greek words related to καύχηση

Definitions and Meaning of boastfulness in English

Wordnet

boastfulness (n)

outspoken conceit

FAQs About the word boastfulness

καύχηση

outspoken conceit

αλαζονεία,βόμβα,κομπασμός,Μπραβάντο,Αλαζονεία,ύψος,αυταρχικότητα,εξύψωση,μεγαλείο,αυταρχικότητα

ντροπαλότητα,Σωφροσύνη,δυσπιστία,πράοτης,αυτοαμφιβολία,δειλία,Δειλία,Ταπεινότητα,ταπεινότητα,σεμνότητα

boastfully => κομπαστικά, boastful => καυχησιάρης, αλαζόνας, boaster => κομπαστής, boasted => καυχιόταν, boastance => καύχηση,