FAQs About the word boaster

κομπαστής

a very boastful and talkative personOne who boasts; a braggart., A stone mason's broad-faced chisel.

ανεμιστήρας,Καυχημά,φανφαρόνος,καυχησιάρης,Πετεινός,κράκερ,καυχησιάρης,φαντασμένος,λα吹,κομπασμός

No antonyms found.

boasted => καυχιόταν, boastance => καύχηση, boast => καυχιέμαι, boas => Φίδια, boarish => αγριωπός,