Greek Meaning of cockalorum
αβρόχοπος
Other Greek words related to αβρόχοπος
- Φανφαρονισμός
- κομπασμός
- Ζεστός αέρας
- ρητορική
- ραιμοσιλογίας
- Ροδομοντάδα
- φαμφαρωνιά
- βόμβα
- Καυχημά
- κομπασμός
- ταύρος
- κουβέντα
- αέριο
- grandiloquence
- κομπασμός
- φλυαρία
- τραύλισμα
- εγωισμός
- κουβέντα
- τη φλυαρία
- Ανοησία
- κουβέντα
- μάσημα
- ρητορική
- αλαζονεία
- φλυαρία
- ραψωδία
- αλαζονεία
- οίδημα
- πολυλογία
- άνεμος
- ανεμοφύσημα
Nearest Words of cockalorum
- cockcrows => κοκορίσματα
- cocked a snook (at) => βγάζω τη γλώσσα σε (κάποιον)
- cocked snooks (at) => Κάνω μούτρα (σε κάποιον)
- cockily => αυθάδικα
- cocking a snook (at) => Χλευάζω
- cocking snooks (at) => βγάζω γλώσσα
- cockleshells => καρδιάες
- cocks => κόκορες
- cocktail parties => Κοκτέιλ πάρτυ
- cocktails => Κοκτέιλ
Definitions and Meaning of cockalorum in English
cockalorum
leapfrog, boastful talk, a boastful and self-important person
FAQs About the word cockalorum
αβρόχοπος
leapfrog, boastful talk, a boastful and self-important person
Φανφαρονισμός,κομπασμός,Ζεστός αέρας,ρητορική,ραιμοσιλογίας,Ροδομοντάδα,φαμφαρωνιά,βόμβα,Καυχημά,κομπασμός
No antonyms found.
cock snooks (at) => με γλώσσα και δόντια (σε), cock a snook (at) => κοροϊδεύω, cochampion => Συμπαίκτης, cochairwomen => συνπροέδροι, cochairwoman => συνπρόεδρος,