Greek Meaning of cockalorum

αβρόχοπος

Other Greek words related to αβρόχοπος

Definitions and Meaning of cockalorum in English

cockalorum

leapfrog, boastful talk, a boastful and self-important person

FAQs About the word cockalorum

αβρόχοπος

leapfrog, boastful talk, a boastful and self-important person

Φανφαρονισμός,κομπασμός,Ζεστός αέρας,ρητορική,ραιμοσιλογίας,Ροδομοντάδα,φαμφαρωνιά,βόμβα,Καυχημά,κομπασμός

No antonyms found.

cock snooks (at) => με γλώσσα και δόντια (σε), cock a snook (at) => κοροϊδεύω, cochampion => Συμπαίκτης, cochairwomen => συνπροέδροι, cochairwoman => συνπρόεδρος,