Greek Meaning of cockily
αυθάδικα
Other Greek words related to αυθάδικα
- άνετα
- γρήγορα
- τραγανός
- τολμηρά
- ενεργητικά
- χαρούμενα
- ευκίνητα
- αέρινα
- ευπαρουσίαστος
- ζωηρά
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- τζαζάτα
- Γρήγορα
- παιχνιδιάρικα
- γευστικά
- αθλητικά
- ελαστικά
- ζωηρά
- allegro
- εκδηλωτικά
- με ελαστικότητα
- Επιπλέων
- χαρούμενα
- παιχνιδιάρικα
- ζωηρός
- ζωηρά
- θρασύτατα
- φοβισμένα
- γρήγορα
- πνευματικά
- Ζωηρός
- ευχερώς
- ζωηρά
Nearest Words of cockily
- cocked snooks (at) => Κάνω μούτρα (σε κάποιον)
- cocked a snook (at) => βγάζω τη γλώσσα σε (κάποιον)
- cockcrows => κοκορίσματα
- cockalorum => αβρόχοπος
- cock snooks (at) => με γλώσσα και δόντια (σε)
- cock a snook (at) => κοροϊδεύω
- cochampion => Συμπαίκτης
- cochairwomen => συνπροέδροι
- cochairwoman => συνπρόεδρος
- co-chairs => συνπροεδροι
Definitions and Meaning of cockily in English
cockily
boldly or brashly self-confident, being too sure of oneself, jaunty
FAQs About the word cockily
αυθάδικα
boldly or brashly self-confident, being too sure of oneself, jaunty
άνετα,γρήγορα,τραγανός,τολμηρά,ενεργητικά,χαρούμενα,ευκίνητα,αέρινα,ευπαρουσίαστος,ζωηρά
θαμπό,Χλιαρά,αργά,αμέριμνα,τεμπέλα,ληθαργικά,αργά,αργά,πολύ,άψυχα
cocked snooks (at) => Κάνω μούτρα (σε κάποιον), cocked a snook (at) => βγάζω τη γλώσσα σε (κάποιον), cockcrows => κοκορίσματα, cockalorum => αβρόχοπος, cock snooks (at) => με γλώσσα και δόντια (σε),