Greek Meaning of cochairwoman
συνπρόεδρος
Other Greek words related to συνπρόεδρος
Nearest Words of cochairwoman
- cochairwomen => συνπροέδροι
- cochampion => Συμπαίκτης
- cock a snook (at) => κοροϊδεύω
- cock snooks (at) => με γλώσσα και δόντια (σε)
- cockalorum => αβρόχοπος
- cockcrows => κοκορίσματα
- cocked a snook (at) => βγάζω τη γλώσσα σε (κάποιον)
- cocked snooks (at) => Κάνω μούτρα (σε κάποιον)
- cockily => αυθάδικα
- cocking a snook (at) => Χλευάζω
Definitions and Meaning of cochairwoman in English
cochairwoman
a woman who is a cochair
FAQs About the word cochairwoman
συνπρόεδρος
a woman who is a cochair
συν-πρόεδρος,Συνπρόεδρος,συμπρόεδρος,πρόεδρος,πρόεδρος,Πρόεδρος,συν-πρόεδρος,Πρόεδρος,καρέκλα,διαμεσολαβητής
No antonyms found.
co-chairs => συνπροεδροι, cochairs => συνπροέδροι, cochairpersons => συνπροέδροι, cochairperson => συμπρόεδρος, cochairmen => συνπροεδροι,