Greek Meaning of springily
ελαστικά
Other Greek words related to ελαστικά
- γρήγορα
- τραγανός
- ενεργητικά
- χαρούμενα
- παιχνιδιάρικα
- γευστικά
- αθλητικά
- ευπαρουσίαστος
- ζωηρά
- τζαζάτα
- αέρινα
- εκδηλωτικά
- άνετα
- Επιπλέων
- τολμηρά
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- Ζωηρά
- ζωηρός
- ζωηρά
- θρασύτατα
- φοβισμένα
- πνευματικά
- Ζωηρός
- ευχερώς
- ζωηρά
- ζωηρά
- αυθάδικα
- παιχνιδιάρικα
- με υψηλό φρόνημα
- ευκίνητα
- allegro
- χαρούμενα
- Γρήγορα
- με ελαστικότητα
- γρήγορα
- λαμπερά
- ζωηρά
Nearest Words of springily
Definitions and Meaning of springily in English
springily
having an elastic quality, having or showing a lively and energetic movement
FAQs About the word springily
ελαστικά
having an elastic quality, having or showing a lively and energetic movement
γρήγορα,τραγανός,ενεργητικά,χαρούμενα,παιχνιδιάρικα,γευστικά,αθλητικά,ευπαρουσίαστος,ζωηρά,τζαζάτα
θαμπό,αργά,τεμπέλα,αργά,αργά,Χλιαρά,άψυχα,πολύ,αμέριμνα,ληθαργικά
spring wagon => ελατηριωτό βαγόνι, spring (up) => ελατήριο, spring (for) => εαρινό (για), sprigs => κλαδάκια, sprightful => ζωηρός,