FAQs About the word springing (up)

αναβλύζων (πάνω)

to grow or appear suddenly

προκύπτοντας,Έρχεται,Εμφανίζεται,αναδυόμενη,τι συμβαίνει,επιφάνεια,φαινόμενος,έρχεται για,coming out,διαφωνία

No antonyms found.

springing (for) => ελατηριωτός (για), springing => αναπήδησης, springily => ελαστικά, spring wagon => ελατηριωτό βαγόνι, spring (up) => ελατήριο,