Greek Meaning of intervening
παρεμβαίνων
Other Greek words related to παρεμβαίνων
Nearest Words of intervening
- intervenor => παρεμβαίνων
- intervent => παρεμβαίνω
- intervention => επέμβαση
- interventor => παρεμβαίνων
- interventricular => Μεσοκοιλιακός
- interventricular foramen => Ενδοκοιλιακή επικοινωνία
- intervenue => παρεμβαίνω
- intervert => εσωστρεφής
- intervertebral => μεσοσπονδύλιος
- intervertebral disc => Δίσκος μεσοσπονδύλιος
Definitions and Meaning of intervening in English
intervening (s)
occurring or falling between events or points in time
intervening (p. pr. & vb. n.)
of Intervene
FAQs About the word intervening
παρεμβαίνων
occurring or falling between events or points in timeof Intervene
μεσολάβηση,παρεμβατικός,μεσολαβητικός,μεσολαβώντας,παρεμβάλλων,ανάμειξη,διαπραγμάτευση,διαιτητικός,ενοχλητικός,ληστεία
αποφυγή,έτοιμος,αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,αποφεύγοντας,αποφυγή
intervenient => παρεμβαίνων, interveniency => επέμβαση, intervenience => παρέμβαση, intervener => Επέμβασης, intervened => παρενέβη,