FAQs About the word eschewing

αποφεύγοντας

shun, avoid, to avoid habitually especially on moral or practical grounds

αποφυγή,απόδραση,αποφυγή,αποφυγή,παράκαμψη,Πρόφαση,Αποφυγή,Κάμπτω,εύπλαστος,αποφυγή

αντοχή,υποβολή,ανοχή,Συμμόρφωσης

eschewed => απέφυγε, eschewal => αποφυγή, escapes => escapes, escapades => εσκαπάδες, escalating => κλιμακωτή,