FAQs About the word obviation

αποφυγή

the act of preventing something by anticipating and disposing of it effectivelyThe act of obviating, or the state of being obviated.

εκτροπή,πρόληψη,αποτρεπόμενο,παράκαμψη,παράκαμψη,αποφυγή,αποφυγή,αποφυγή,αποκλείωντας,παρακάμπτοντας

αντοχή,υποβολή,ανοχή,Συμμόρφωσης

obviating => αποτρέποντας, obviated => κατήργησε, obviate => αποφεύγω, obverting => ανατροπή, obverted => αντεστραμμένο,