FAQs About the word shunning

αποφυγή

deliberately avoiding; keeping away from or preventing from happeningof Shun

αποφυγή,απόδραση,αποφυγή,Πρόφαση,Αποφυγή,Κάμπτω,αποφυγή,αποφυγή,αποφεύγοντας,έξω

αντοχή,υποβολή,ανοχή,Συμμόρφωσης

shunned => απέφευξα, shunless => αδυσώπητος, shun giku => shun giku, shun => αποφεύγω, shumard red oak => Βελανιδιά του Σούμερντ,