FAQs About the word eluding

εύπλαστος

the act of avoiding capture (especially by cunning)of Elude

απόδραση,αποφυγή,αποφυγή,Πρόφαση,Αποφυγή,Κάμπτω,αποφυγή,αποφυγή,αποφεύγοντας,έξω

αντοχή,υποβολή,ανοχή,Συμμόρφωσης

eludible => αποφευκτός, eluded => απέφυγε, elude => ξεφεύγω, elucubration => στοχασμός, elucubrate => επεξεργάζομαι,