Greek Meaning of obviousness

προφανές

Other Greek words related to προφανές

Definitions and Meaning of obviousness in English

Wordnet

obviousness (n)

the property of being easy to see and understand

FAQs About the word obviousness

προφανές

the property of being easy to see and understand

φωτεινότητα,σαφήνεια,σαφήνεια,κατανοητότητα,διακριτότητα,ευκρίνεια,ευανάγνωση,απλότητα,βεβαιότητα,Οριστικότητα

αμφισημία,σκοτάδι,Διασάφηση,ακαταληψία,θολότητα,μυστήριο,Μυστήριο,νεφώδης όψη,λοξότητα,Λοξότητα

obviously => φανερά, obvious => προφανής, obviation => αποφυγή, obviating => αποτρέποντας, obviated => κατήργησε,