Greek Meaning of incisiveness
Διορατικότητα
Other Greek words related to Διορατικότητα
- αμφισημία
- Διασάφηση
- αδιαπερατότητα
- Ακαταληψία
- ακαταληψία
- λοξότητα
- Λοξότητα
- Ασαφής
- αδιαφάνεια
- αδιαφάνεια
- ασαφήνεια
- ακαταληψία
- διφορούμενο
- δολιότητα
- λυκόφως
- διφορούμενος
- ασυναρτησία
- εμμέσως
- ασαφήνεια
- σκοτάδι
- αοριστία
- Περιστροφή
- ασυνέπεια
- λιποθυμία
- θόλωμα
- Ακαταληψία
- Ανεξερευνήσιμος
- θολερότητα
- αοριστία
- ακαταληψία
Nearest Words of incisiveness
Definitions and Meaning of incisiveness in English
incisiveness (n)
keenness and forcefulness of thought or expression or intellect
FAQs About the word incisiveness
Διορατικότητα
keenness and forcefulness of thought or expression or intellect
σαφήνεια,ειλικρίνεια ,σαφήνεια,ειλικρίνεια,τομή,σαφήνεια,διαύγεια,ευθύτητα,ευκρίνεια,σαφήνεια
αμφισημία,Διασάφηση,αδιαπερατότητα,Ακαταληψία,ακαταληψία,λοξότητα,Λοξότητα,Ασαφής,αδιαφάνεια,αδιαφάνεια
incisively => διεισδυστικά, incisive => οξυδερκής, incision => τομή, incising => εγχάραξη, incisely => με ακρίβεια,