Greek Meaning of incisively
διεισδυστικά
Other Greek words related to διεισδυστικά
- δριμύς
- οξύ
- Όξινος
- περιεκτικός
- ειρωνικός
- ειρωνικός
- συγκινητικός
- σαρδόνιος
- σατιρικός
- κοφτερός
- ξαφνικός
- οξεώδης
- δριμύς
- αγκάθινος
- δάγκωμα
- αμβλύς
- ζωηρός
- Καυστικός
- διαβρωτικό
- σταυρός
- Κοπή
- κυνικός
- ξηρός
- ανέμελος
- απότομος
- βυρσοδεψικό
- καυστικός
- σαρκαστικός
- σκωπτικός
- καυστικός
- κοφτερός
- σαρκαστικός
- ξινός
- ακανθώδης
- Τάρτα
- ειρωνικός
- αιχμηρόγλωσσος
- άτακτος
- Εύστροφος
- στυφός
- πικρόχολος
- ύπουλα
- πικρός
- απότομος
- Κροκαλένια
- σύντομος
- ειρωνικός
- βαρύς
- σκληρός
- Ανανδρος
- περιεκτικός
- αγανακτισμένος
- τραχύς
- καυτός
- σοβαρός
- ξινός
- αυστηρός
- σύντομο
- τάρτα
- περιεκτικός
- ειρωνικός
- βιτριολικός
- θρασυς
- σαρκαστικός
- ακανθώδης
Nearest Words of incisively
Definitions and Meaning of incisively in English
incisively (r)
in an incisive manner
in a precise manner
FAQs About the word incisively
διεισδυστικά
in an incisive manner, in a precise manner
δριμύς,οξύ,Όξινος,περιεκτικός,ειρωνικός,ειρωνικός,συγκινητικός,σαρδόνιος,σατιρικός,κοφτερός
No antonyms found.
incisive => οξυδερκής, incision => τομή, incising => εγχάραξη, incisely => με ακρίβεια, incised => χαρακτό,