Greek Meaning of reconditeness

απόμερος

Other Greek words related to απόμερος

Definitions and Meaning of reconditeness in English

Wordnet

reconditeness (n)

wisdom that is recondite and abstruse and profound

the quality of being unclear or abstruse and hard to understand

FAQs About the word reconditeness

απόμερος

wisdom that is recondite and abstruse and profound, the quality of being unclear or abstruse and hard to understand

αμφισημία,διφορούμενο,διφορούμενος,λιποθυμία,Θολότητα,αοριστία,ακαταληψία,Ανεξερευνήσιμος,θολότητα,Μυστήριο

φωτεινότητα,βεβαιότητα,σαφήνεια,σαφήνεια,διακριτότητα,ευκρίνεια,ευανάγνωση,προφανές,απλότητα,κατανοητότητα

recondite => απόκρυφος, recondense => Επανασυμπύκνωση, recondensation => Επανασυμπύκνωση, reconciling => συμβιβαστικός, reconciliatory => συμβιβαστικός,