Greek Meaning of recondense
Επανασυμπύκνωση
Other Greek words related to Επανασυμπύκνωση
Nearest Words of recondense
Definitions and Meaning of recondense in English
recondense (v. t.)
To condense again.
FAQs About the word recondense
Επανασυμπύκνωση
To condense again.
εμπλουτίζω,εξατμίζω,απόσπασμα,Εντατικοποιώ,συγκεντρώνω ξανά,αφαιρώ,Βράζω,συμπαγής,εμβαθύνω,βελτιώνω
Αραίωση,νερό (κάτω),κόβω,λεπτός,εξασθενώ,νοθεύω
recondensation => Επανασυμπύκνωση, reconciling => συμβιβαστικός, reconciliatory => συμβιβαστικός, reconciliation => συμφιλίωση, reconciler => διαλλακτής,